- σφραγίδα
- η / σφραγίς, -ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή σύμβολα στη μία του πλευρά, τα οποία αποτυπώνονται πάνω σε αντικείμενο ή σε έγγραφο και χρησιμεύουν ως χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ή ως δηλωτικό σημείο γνησιότητάς τους2. συνεκδ. α) το σήμα που αποτυπώνεται από την επίθεση αυτού τού αντικειμένου, το αποτύπωμά του, η βούλλα (α. «η σφραγίδα τού Σολομώντος» — το εξάγραμμαβ. «η μεγάλη τού κράτους σφραγίς» γ. «βιβλίον... κατεσφραγισμένον σφραγῑσιν ἑπτά», ΚΔ)β) η αποτύπωση τού σήματος πάνω πάνω σε έγγραφο ή σε αντικείμενο, το σφράγισμα3. μικρός ξύλινος και ξυλόγλυπτος συνήθως τύπος, ο οποίος μπορεί να έχει διάφορα σχήματα και ο οποίος χρησιμεύει για σφράγιση τών λειτουργικών άρτων, αλλ. σήμερα προσφορική σφραγίδα, τυπάρι, σφραγιστήριο και σφραγιστερό4. μτφ. χαρακτηριστικό γνώρισμα ή αναμφισβήτητη απόδειξη, εγγύηση (α. «το έργο του φέρει τη σφραγίδα τής ελεύθερης δημιουργίας και τής πρωτοτυπίας» β. «ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῑς ἔστε ἐν Κυρίῳ», ΚΔ)νεοελλ.1. η μάζα από σφραγιστικό πηλό ή κηρό καθώς και το μεταλλικό πέταλο πάνω στα οποία υπάρχει το σχετικό αποτύπωμα, το σήμα, το χρυσόβουλλο («η σφραγίδα τού αυτοκράτορα τού Βυζαντίου»)2. (στον τ. σφραγίς) ζωολ. δομή που φράζει τον συζευτικό θύλακο μερικών λεπιδόπτερων εντόμων μετά τη σύζευξη, η οποία αποτελείται από σκληρημένο υγρό που εκκρίνεται από το αρσενικό άτομο3. (νομ.) όργανο αποτύπωσης ονόματος, επωνυμίας, εικόνας ή συμβόλου παραστατικού τής ταυτότητας φυσικού ή νομικού προσώπου ή απλής ένωσης προσώπων ή ορισμένης πολιτειακής ή εκκλησιαστικής αρχής, καθώς και το αποτύπωμα τού οργάνουνεοελλ.-μσν.εκκλ. α) τελετουργική διαδικασία με την οποία γίνεται κανείς ψάλτης ή αναγνώστης ή αναλαμβάνει ένα εκκλησιαστικό ή ιερατικό αξίωμαβ) σταυροειδής ευλογία με την επίθεση τής χείρας τού επισκόπου ή τού πρεσβυτέρου για τη μετάδοση τής δωρεάς τού αγίου πνεύματος στους πιστούς ή για τον αγιασμό πραγμάτωνμσν.1. η ευλογία ιεράρχη2. σύμβολο, σημείο («τοῡ Σταυροῡ τὴν σφραγῑδα ἐνθέμενος», Μηναί.)3. επάλειψη τών πιστών με το άγιο μύρο, χρίσμα («σφραγὶς δωρεᾱς πνεύματος ἁγίου», Ευχολόγ.)αρχ.1. σφραγιδόλιθος («τὰς τῶν δακτυλίων σφραγῑδας», Αριστοτ.)2. (γενικά) πολύτιμος λίθος3. αποτύπωμα σε σώμα ζώου κυρίως ως δηλωτικό σημείο ιδιοκτησίας («σφραγῑδαν ἐπιβάλλειν ἑκάστῳ ὄνῳ», πάπ.)4. κάθε σημάδι, όπως είναι λ.χ. τα στίγματα τής λεοπάρδαλης5. τραύμα, πληγή6. λήμνιος φαρμακευτικός πηλός που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί ως αντίδοτο και το οποίο έφερε το σήμα τής Λημνίας ιέρειας τής Αρτέμιδος ως απόδειξη τής γνησιότητάς του, η σφραγῑτις*7. (στην Αίγυπτο) έκταση γης η οποία είχε κατανεμηθεί σε κτήματα από την πολιτεία, καθώς και ο κατάλογος τών παραπάνω κτημάτων8. εκμισθωμένο κτήμα το οποίο έχει καταχωριστεί στους καταλόγους9. αριθμημένο τμήμα τής γήινης επιφάνειας10. ιατρ. καταπότιο11. εκκλ. α) τελετουργικό τμήμα τού χριστιανικού τυπικού («ἡ σφραγίς, ἡ προσευχή, τὸ βάπτισμα», Γρηγ. Νύσσ.)β) μτφ. η αποτύπωση τής εικόνας τού Θεού στους χριστιανούς με την προσήλωσή τους στον Χριστό12. φρ. α) «Πακκίου σφραγίς» — ονομασία κολλυρίου το οποίο, όπως συνηθιζόταν, έφερε την ονομασία τού κατασκευαστή του ως απόδειξη τής γνησιότητάς του (Γαλ.)β) «ἡ δημοσία σφραγίς» (Αριστοτ.)η επίσημη σφραγίδα τής πολιτείαςγ) «οἱ σφραγῑδας ἔχοντες»μτφ. οι φιλάρεσκοι (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει κατάλ. -ίς, -ίδος που απαντά συχνά σε ονόματα εργαλείων (πρβλ. κνημ-ίς, χειρ-ίς). Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις για την ετυμολόγηση τής λ., οι οποίες, όμως, παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Έχει προταθεί, λογουχάρη, η σύνδεση τής λ. σφραγίς με το ρ. σφαραγοῦμαι «τρίζω, τσυρίζω» (για τη διαφορά τών θ. σφαρα-: σφρα-, πρβλ. ταρα-χή: τρα-χύς), η οποία ερμηνεύεται από τους διάφορους μελετητές με δύο διαφορετικούς τρόπους: α) σύμφωνα με τη μία άποψη, η σύνδεση αυτή ερμηνεύεται με την αναφορά τού συγγενούς τοπωνυμίου Σφραγίδιον, ονομ. μιας σπηλιάς στον Κιθαιρώνα κατοικίας νυμφών, όπου υπήρχαν πηγές με νερά που δημιουργούσαν θόρυβο κατά τη ροή τους β) σύμφωνα με την άλλη άποψη, η σύνδεση αυτή στηρίζεται στη σημ. «τσυρίζω, παράγω θόρυβο όμοιο με αυτόν που παράγεται όταν ένα υγρό πέφτει στη φωτιά» τού ρ. σφαραγοῦμαι, λόγω τού χαρακτηριστικού ήχου που κάνει το θερμαινόμενο υλικό τής σφραγίδας (πρβλ. ρωσ. pečatī «σφραγίδα»: peku «ψήνω»). Ωστόσο,καμία από τις δύο αυτές ερμηνείες δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική πλευρά. Κατ' άλλη άποψη, η λ. σφραγίς πρέπει να συνδεθεί με τους λιθουαν. τ. sproga «σχισμή», sprogti «σπάζω», λόγω τού ότι το κερί ή ο άργιλλος σπάνε μόλις τοποθετηθεί πάνω τους η σφραγίδα. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με το ρ. φράσσω, όπως και η θεώρηση της ως δάνειας παραμένουν τελείως υποθετικές].
Dictionary of Greek. 2013.